πτελέα

πτελέα
Όνομα 7 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 425 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας άλλος μικρότερος οικισμός ο Καβαλάρης. 2. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λιβαδακίου. 3. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρκίνης. 4. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται στον δήμο Καρυάς. 5. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.) του νομού Καστοριάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (20 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 οικισμοί, η Κάτω Πτελέα (υψόμ. 800 μ.) και το Κρανοχώρι (υψόμ. 780 μ.). 6. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 695 μ.) του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.). 7. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας, του νομού Έβρου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.).
* * *
(I)
η, ΝΑ, και πτελιά Ν, και ιων. τ. πτελέη και πελέα Α
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες, γνωστό σήμερα ως φτελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με επίθημα -έα (πιθ. < -εFᾱ, πρβλ. μυκην. pterewa / peterewa) που συνδέεται πιθ. με τη λ. πτέλας «κάπρος», ίσως επειδή ο κάπρος ζει μέσα στις φτελιές. Ο αρμ. τ. t'eli «φτελιά» πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Η εναλλαγή, τέλος, τών πτ- καί π- στην αρχή τής λ. δεν σημαίνει ότι η λ. πρέπει να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά μάλλον ότι το αρκτικό πτ- τού τ. οφείλεται σε διαφορετική προφορά τού π- υπό την επίδραση φωνήματος τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. και πόλεμος / πτόλεμος, πόλις / πτόλις). Οι νεοελλ. τ. πτελιά / φτελιά έχουν σχηματιστεί από τον τ. πτελέα με συνίζηση (πρβλ. ιτέα: ιτιά, μηλέα: μηλιά), βλ. και λ. φτελιά].
————————
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πτέλας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτελέα — πτελέᾱ , πτελέα wild boar fem nom/voc/acc dual (ionic) πτελέᾱ , πτελέα wild boar fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελέᾳ — πτελέαι , πτελέα wild boar fem nom/voc pl (ionic) πτελέᾱͅ , πτελέα wild boar fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελέα — η βλ. φτελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάτω Πτελέα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 70 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, ΝΔ της πόλης της Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεστορίου …   Dictionary of Greek

  • πτελέας — πτελέᾱς , πτελέα wild boar fem acc pl (ionic) πτελέᾱς , πτελέα wild boar fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελέαι — πτελέα wild boar fem nom/voc pl (ionic) πτελέᾱͅ , πτελέα wild boar fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελέαν — πτελέᾱν , πτελέα wild boar fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελεῶν — πτελέα wild boar fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελέαις — πτελέα wild boar fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτελέαισιν — πτελέα wild boar fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”